- γαλήνεια
- γαλήνεια και (δωρ. τ.) γαλάνεια, η (Α)η γαλήνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλήνη, αναλογικός σχηματισμός προς τα αφηρημένα σε -εια (πρβλ. σαφήνεια)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαληνεία — γαληνείᾱ , γαλήνεια fem nom/voc/acc dual γαληνείᾱ , γαλήνη stillness of the sea fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλήνεια — fem nom/voc sg γαλήνη stillness of the sea fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαληνείας — γαληνείᾱς , γαλήνεια fem acc pl γαληνείᾱς , γαλήνεια fem gen sg (attic doric aeolic) γαληνείᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem acc pl γαληνείᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)